- καλαμώμενος
- καλαμόωbind: pres part mp masc nom sg (doric aeolic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
καλαμώμενος — καλαμόω bind pres part mp masc nom sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμώνω — καλάμωσα, καλαμώθηκα, καλαμωμένος, στρώνω ή περιζώνω με καλάμια: Καλάμωσα τη σκεπή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)